- ὀρφανοτροφείων
- ὀρφανοτροφεῖονorphanageneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βακούφι — (τουρκ. βακφ, αραβ. ουάκφ, που σημαίνει αφιέρωμα). Β. ονόμαζαν οι μουσουλμάνοι κυρίως τα ακίνητα (συνήθως κτήματα), που αφιερώνονται για την εξυπηρέτηση φιλανθρωπικών σκοπών, π.χ. για τη συντήρηση σχολείων, τζαμιών, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων… … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
Ζωσιμάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στη μονή του Ιωάννη του Προδρόμου και μετά στην έρημο του Ιορδάνη, όπου έθαψε τη Μαρία την Αιγυπτία. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου. 2. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στην έρημο. Η… … Dictionary of Greek